όγκωμα, το
[προτιούbερανς, τιουbιρόουζιτι, ονκόουμα, τόρους
protuberance; tuberosity; oncoma; torus
[o'gkoma]
Ερμηνεία:
1.Υβοειδής προεξοχή οστού. 2. Όγκος, νεόπλασμα
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παθολογική Ανατομική:
|